- συγκληρονόμος
- συγκληρονόμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκληρονόμος — ο /συγκληρονόμος, ον, ΝΑ [κληρονόμος] (κυρίως το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η συγκληρονόμος αυτός που κληρονομεί από κοινού με άλλον ή με άλλους νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) (αστ. δίκ.) αυτός που μετέχει σε κληρονομική διαδοχή βάσει… … Dictionary of Greek
συγκληρονόμος, ο — η αυτός που κληρονομεί κάτι μαζί με άλλον: Άφησε τα δύο παιδιά του συγκληρονόμους της περιουσίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκληρονόμοις — συγκληρόνομος joint heir masc/fem/neut dat pl συγκληρονόμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμον — συγκληρονόμος masc/fem acc sg συγκληρονόμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμου — συγκληρόνομος joint heir masc/fem/neut gen sg συγκληρονόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμους — συγκληρόνομος joint heir masc/fem acc pl συγκληρονόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμων — συγκληρόνομος joint heir masc/fem/neut gen pl συγκληρονόμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμῳ — συγκληρόνομος joint heir masc/fem/neut dat sg συγκληρονόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρόνομον — συγκληρόνομος joint heir masc/fem acc sg συγκληρόνομος joint heir neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκληρονόμα — συγκληρονόμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)